Λίγο πιο μέσα στην οθόνη
--
Η ώρα ήταν περασμένες εννιά το βράδυ. Και όμως, έπινε καφέ. Τον τέταρτο από το πρωί. Της άρεσε εκείνη η γωνία στο μικρό καφέ δίπλα από το σπίτι της. Ήταν το καταφύγιο της, όταν ήθελε να ξεφύγει από τα πάντα. Όπως εκείνη τη νύχτα. Στην άλλη άκρη της γραμμής, κάποιος τύπος από ένα πανεπιστήμιο στο Ελσίνκι, μιλούσε ήδη δέκα λεπτά σερί για μια πρόταση για ένα Ευρωπαϊκό έργο. Ίδιο με όλα τα προηγούμενα, παρόμοια εμπνευσμένο και ακριβώς το ίδιο καταδικασμένο να πάρει τα λεφτά και να κάνει μια μεγάλη τρύπα στο νερό.
Μα η δουλειά της ήταν να προσπαθεί και πάλι. Να μην τα παρατάει και να μην απογοητεύεται. Να ακούει κάθε ιδέα σα να ήταν η καλύτερη στον κόσμο και να είναι εποικοδομητική. Είχε φαντασιωθεί πολλές φορές ότι σπάει το μονόλογο του κάθε Φινλανδού λέγοντας… “what a bunch of crap! Is this the best that you can do with our fucking time?”. Δε το έκανε, μα η φαντασίωση και μόνο, έφτανε.
Και εκείνο το βράδυ λοιπόν, το αφεντικό της την ανάγκασε να μπει σε αυτό το meeting, για να ακούσει ένα σωρό βλακείες και να κρατήσει σημειώσεις. Καθόταν εκεί, με το ακριβό της λαπτοπ και τα ρούχα της δουλειάς που σχεδόν είχαν κολλήσει πάνω της. Μπορούσε να κάνει το τηλεφώνημα απο το γραφείο αλλά ήθελε λίγο φρέσκο αέρα. Μπορούσε να το κάνει απο το σπίτι, αλλά ο μικρός ερχόταν και της πείραζε το λαπτοπ. Δε την άφηνε στιγμή. Όταν η μαμά ήταν σπίτι, κάθε άλλο έπρεπε να έχει τελειώσει την ώρα που άνοιγε την εξώπορτα για να μπεί. Παιδιά…
Άκουσε θόρυβο δίπλα της. Σήκωσε το βλέμμα απο την οθόνη και είδε έναν κύριο κοντά στα εξήντα να κάθεται στη διπλανή καρέκλα. Χαμογέλασε ευγενικά ενώ στην ουσία σκεφτόταν “μα καλά, άδειο μαγαζι ρε φίλε, δίπλα μου θα κάτσεις;”. Εκείνος δεν εξέλαβε την υπόνοια ενόχλησης και απλά χρησιμοποίησε το σκαμπό στα δεξιά του για να βάλει το διπλωμένο του παλτό, ενώ θα μπορούσε το ίδιο απλά να είχε κάτσει εκείνος εκεί, αφήνοντας λίγο χώρο ανάμεσα τους.
Δε μπορούσε να το εξηγήσει αυτό. Είχε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπήρχαν άνθρωποι που όταν έμπαιναν σε ένα σχεδόν άδειο μαγαζί, έπιαναν πρώτα τα τραπέζια που ήταν κοντά στα γεμάτα. Και άλλοι, που αν υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος στο χώρο, πήγαιναν να κάτσουν όσο το δυνατόν πιο μακριά του. Περίεργο…
Τη σκέψη της διέκοψε ο Φινλανδός που ρωτούσε την άποψη της για την τελευταία βλακεία που είχε πει, την οποία φυσικά δεν ειχε ακούσει, χαμένη στις σκέψεις της για τον “ενοχλητικό” κύριο. “Sorry, didn’t catch your last sentence, can you please repeat? Thanks!”
Εκείνος απο την άλλη, αφού έβαλε το παλτό του στην καρέκλα και έπιασε στα χέρια του το κινητό του. Του το είχε κάνει δώρο η γυναίκα του πριν λίγο καιρό και μόλις πριν 3 μέρες το είχε βάλει σε λειτουργία, όταν το παλιό του Nokia στέρεψε απο δυνάμεις και αντοχές. Τα παιδιά του, του είχαν φτιάξει λογαριασμούς σε 2–3 social media και του είχαν σετάρει κάποια site για να διαβάζει τις ειδήσεις (αν και ακόμα προτιμούσε την παραδοσιακή εφημερίδα). Του έστελναν και φωτογραφίες από τα εγγόνια του που δεν μπορούσε να τα δει συχνά. Έτσι, με αυτό τον ύπουλο τρόπο, πολύ γρήγορα το κινητό έγινε μια προέκταση του εαυτού του.
Γρήγορα είχε βρεθεί να αναρωτιέται τι έχανε όλα αυτά τα χρόνια που τον έπρηζαν φίλοι και γνωστοί να πάρει ένα smart phone. Αν δε θυμόταν κάτι, το έψαχνε και το έβρισκε. Αν αναρωτιόταν για κάτι που δεν ήξερε, με μια αναζήτηση είχε ότι πληροφορία μπορούσε να χρειαστεί για να κουβεντιάσει για αυτό. Όποτε του έλειπαν τα εγγόνια του, άνοιγε μια φωτογραφία και τα χάζευε, ή μπορούσε να κάνει μια βιντεοκλήση να τα δει. Εκπληκτικό!
Είχε βρει και αρκετούς από τους παλιούς του φίλους. Ακόμα και φίλους χαμένους από τα χρόνια της θητείας του. Τρομερό! Στα χρόνια του, κάποιος μετακόμιζε από το Παγκράτι στο Χαϊδάρι και αν δε σου έδινε νέα διεύθυνση ή κάποιο σταθερό, ήταν σα να πέθαινε για σένα. Τώρα, μπορούσε να ξέρει μέχρι και που ήταν ο γιός του το ίδιο πρωί. Που έπινε καφέ, που έφαγε το μεσημέρι, και πάει λέγοντας.
Δεν είχε αποφασίσει αν του άρεσε όλη αυτή η διαφάνεια. Και όλη αυτή η πληροφορία. Συχνά πυκνά, έπιανε τον εαυτό του να χάνει την αίσθηση του χρόνου με το μαραφέτι. Ή να εκνευρίζεται ή να στεναχωριέται με κατι που διάβασε. Και μετά να χαίρεται και μετά πάλι να στεναχωριέται και πάλι από την αρχή. Ήταν όμως ένα παράθυρο στον κόσμο. Ένα παράθυρο ανοιχτό ή κλειστό ανάλογα με τις διαθέσεις του, που όμως όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο δυσκολευόταν να το κλείνει και τόσο περισσότερο έπιανε τον εαυτό του να κάθεται μπροστά του με τις ώρες.
Κι εκείνη η κοπέλα δίπλα του; Εκείνη είχε ένα μεγαλύτερο μαραφέτι. Φαντάστηκε ότι εκείνη θα μπορούσε να δει φωτογραφίες πιο εύκολα ή να διαβάσει και ολόκληρο βιβλίο από αυτή την οθόνη. Έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσέπη του και σημείωσε να θυμηθεί να ρωτήσει τον γιό του τι είναι αυτό. Ίσως να έπαιρνε κι αυτός ένα αν δεν ήταν πολύ δύσκολο στο χειρισμό. Αν και εκείνη δε φαινόταν πολύ χαρούμενη που καθόταν μπροστά του. “Θα δουλεύει η δόλια”, σκέφτηκε και κοίταξε την ώρα. “Μα, 9 το βράδυ; Ποιος δουλεύει στις 9 το βράδυ;”.
Όταν εκείνος ήταν στην ηλικία της, στις 9 το βράδυ τα παιδιά ήταν μπανιαρισμένα και στο κρεββάτι τους, και οι μεγάλοι έβλεπαν τηλεόραση. Απο την άλλη, “Οι περισσότεροι νέοι σήμερα δεν κάνουν καν παιδιά, ή όταν κάνουν, δε θεωρούνται πια νέοι. Μπορεί να είναι και μόνη της” σκέφτηκε, και την φαντάστηκε να επιστρέφει σε ένα άδειο κρύο σπίτι με μια γάτα να την περιμένει στο σαλόνι.
Εκείνη, τελείωσε το τηλεφώνημα και καθώς μάζευε τα ακουστικά της, είδε τον “παππού” δίπλα της, να κοιτάζει το εγγόνι του στο κινητό του και θυμήθηκε ότι δεν είχε στείλει τις φωτογραφίες του μικρού, που είχε υποσχεθεί στους γονείς της. Είχε να κάνει λίγη δουλειά ακόμα, αλλά βλέποντας αυτον τον παππούλη να χαζεύει το εγγόνι του στο κινητό, κάτι έσπασε μέσα της. Έβγαλε το κινητό της και έστειλε στον άντρα της “Σε πέντε είμαι σπίτι”. Εκείνος πρόσεξε το κινητό της και την εικόνα του γιού της στο φόντο. “Τελικά έχει παιδί. Και είναι έξω τέτοια ώρα και δουλεύει. Κρίμα”.
Μάζεψε τα πράγματα της και καθώς έσπρωξε την καρέκλα στη θέση της, τον κοίταξε και του χαμογέλασε ευγενικά. Εκείνος ανταπέδωσε και της ευχήθηκε καλό βράδυ. Παρότι όταν πήρε τη θέση κοντά της, εκείνη σχεδόν τον αντιπάθησε χωρίς να τον ξέρει. Παρά το γεγονός πως όταν την είδε να δουλεύει, εκείνος βιάστηκε να την κατατάξει σε ένα από τα εκατοντάδες στερεοτυπικά κουτιά του μυαλού του.
Η πόρτα έκλεισε πίσω της, κι εκείνος γύρισε στο κινητό του και όσο κοίταζε φωτογραφίες του εγγονού, ασυναίσθητα έγειρε προς τα εμπρός. Μπήκε λίγο πιο μέσα στην οθόνη, όσο εκείνη έβγαινε για να γυρίσει σε όλα εκείνα που έχουν σημασία.
Νίκος Παλαβιτσίνης