Η μουσική αρκεί…
--
Η ώρα ήταν λίγο πριν τις 23:00, μια χειμωνιάτικη καθημερινή στο μικρό καφέ. Το μαγαζί μετρούσε λίγους μήνες ζωής, οπότε τα βράδια ήταν απελπιστικά ήσυχα. Εκείνος είχε ήδη δουλέψει από τις 09:00 ως τις 17:00 στην πρωινή του δουλειά, και σχολώντας πήγε κατευθείαν στην οικογενειακή επιχείρηση, για να πάρει τη βραδινή βάρδια, μέχρι το κλείσιμο.
Για να “παλέψει” αυτά τα βάρβαρα σερί, είχε φέρει και την κιθάρα του από το σπίτι. Κρυμμένη στο πίσω δωμάτιο, όταν το μαγαζί άδειαζε, την έβγαζε απο τη θήκη της και έπαιζε, καθισμένος στο μπαρ με μια μπύρα και ένα τσιγάρο να καίγεται μόνο του στο τασάκι.
Κάπως έτσι ξεκίνησε κι εκείνη η νύχτα. Αφού έφυγαν οι τελευταίοι, έκλεισε τα φώτα στον μπροστά χώρο και άφησε αναμμένα μόνο αυτά του μπαρ. Έφερε την κιθάρα μπροστά και ξεκίνησε να την ταλαιπωρεί με την όποια ευχέρεια του έδινε το γεγονός πως ότι ήξερε το είχε μάθει μόνος του. Ο ήχος της κιθάρας και η φωνή του αντηχούσαν με τέτοιο τρόπο στο ψηλοτάβανο νεοκλασικό, που όταν έκλεινε τα μάτια, ένιωθε σαν να έπαιζε σε κάποιο τεράστιο στάδιο.
1–2 κομμάτια μετά, η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε, και πίσω της εμφανίστηκαν δύο κοπέλες, χαμογελώντας, ρωτώντας αν το μαγαζί είναι κλειστό. Moment ruined, σκέφτηκε, και ψέλλισε “όχι, δεν έχουμε κλείσει” με τέτοιο ύφος, που ούτε εκείνος που το είπε δε το πίστεψε πραγματικά. Του ζήτησαν να κάτσουν για ένα κρασί και τους έγνεψε καταφατικά όσο άφηνε την κιθάρα στην άκρη.
Αφού τις σέρβιρε, έβαλε μουσική να παίζει στον μπροστά χώρο, και πήγε στο μεσαίο δωμάτιο για να γρατζουνίσει λίγο ακόμα την κιθάρα σε χαμηλότερες εντάσεις. Μετά από λίγο ήρθαν κι εκείνες, ζητώντας του να κλείσει τη μουσική για να τους παίξει κιθάρα.
“Σοβαρά τώρα;” σκέφτηκε. “Καταστροφή!”, “Εδώ δεν παίζω μπροστά σε φίλους, τώρα θα έχω και κοινό;”. Απο την άλλη, το αίτημα από τις κοπέλες ήταν τόσο απόλυτο, και δεδομένου ότι το μαγαζί ήταν δικό του, στο δίλημμα fight or flight, το flight δεν ήταν επιλογή. Οπότε, έμεινε να το παλέψει…
Χαμογέλασε και αφού συμφώνησε, πήγε να κλειδώσει την πόρτα για να βεβαιωθεί πως θα έμενε κλειστή για όποιον άλλο ήθελε να προστεθεί στο κοινό του. Φτάνοντας στην πόρτα και πριν προλάβει να κλειδώσει, εμφανίστηκε μπροστά του ο Πάνος, ο γείτονας από τον δεύτερο, που δεν είχε ύπνο και ήθελε ένα κρασάκι…
Ο Πάνος προστέθηκε στο κοινό, και για τις επόμενες δύο ώρες, κάθισαν στο μεσαίο δωμάτιο του μαγαζιού, κρυμμένοι, σαν μέλη κάποιας μυστικής ομάδας, με τα φώτα χαμηλά. Εκείνος, προσπαθούσε να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες, παίζοντας όποια κομμάτια του ζητούσαν. Τουλάχιστον εκείνα που δεν είχαν δύσκολα ακόρντα και για τα οποία μπορούσε να βρει παρτιτούρες στο internet.
Όπως αποδείχτηκε από το πρώτο τραγούδι, η μια απο τις κοπέλες ήταν σχεδόν επαγγελματίας τραγουδίστρια, μα αντί να τους κομπλάρει, με κάποιο τρόπο τους ξεκλείδωσε όλους. Τα φάλτσα ενώθηκαν με τα σωστά, τα περισσότερα από τα ακόρντα μπήκαν στη σωστή σειρά, και έτσι, με ενα μαγικό τρόπο, εκείνη η μικρή συναυλία έγινε το καλύτερο event του κόσμου.
Οι ανασφάλειες που κουβαλούσαν όλοι τους, τους άφησαν μόνους και κάθισαν στο μπαρ ξενερωμένες. Οι έγνοιες και τα προβλήματα της ημέρας, έμειναν έξω από την κλειδωμένη πόρτα της Κιμωλίας, και όποιος δισταγμός για την “έκθεση” τους σε άλλους τρεις αγνώστους, σώπασε μπροστά στην ένταση της μουσικής που κατέκλυσε το χώρο.
Την επόμενη μέρα, ξαναέβγαλε την κιθάρα, μα δεν έτυχε να τον διακόψει κάποιος. Και την επόμενη, και την επόμενη. Και με τον καιρό, κατάλαβε δύο πράγματα. Απο τη μια, ότι κάποια πράγματα γίνονται μια φορά, και ίσως έτσι αποκτούν μεγαλύτερη αξία. Κι από την άλλη, ότι για να συμβεί αυτό, χρειάστηκε το θράσος κάποιου άλλου, που άνοιξε μια κλειστή πόρτα, με αφορμή τη μουσική. Εκεί που άλλοι απλά θα περνούσαν και θα έφευγαν.
Μετά από λίγο καιρό, το μαγαζί άρχισε να δουλεύει καλύτερα, κι έτσι δεν ξαναχρειάστηκε η δική του διπλοβάρδια. Η κιθάρα πήγε πάλι στο σπίτι του, και έτσι, τίποτα σαν αυτό δε συνέβη ξανά. Μα συνέβη μια φορά, και τελικά αυτή ήταν αρκετή.
Αρκετή για να γυρίζει πίσω σε αυτή, όποτε σκέφτεται πόσα πολλά θαρρεί πως χρειάζεται για να είναι ευτυχισμένος.
Αρκετή για να σιγοτραγουδά στο δρόμο, χωρίς να φοβάται αν κάποιος θα τον ακούσει.
Αρκετή για να μην φοβάται να ανοίξει μια πόρτα που άλλοι θα άφηναν κλειστή.
Αρκετή για να θυμάται, πως μερικές φορές, η μουσική αρκεί…
Νίκος Παλαβιτσίνης